τριθέλυμνος

τριθέλυμνος
-ον, Α
τρίπτυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»), πρβλ. τετρα-θέλυμνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”